πεδεκαίδεκα

πεδεκαίδεκα
Α
βλ. πεντεκαίδεκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πεντεκαίδεκα — και πεδεκαίδεκα άκλ. 1. (ως απόλ. αριθμτ.) ποσό που αποτελείται από μια δεκάδα και πέντε μονάδες 2. (με αρθρ. αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πεντεκαίδεκα (ενν. ἄνδρες) δεκαπέντε ιερείς επικεφαλής τών ναών και φύλακες τών χρησμών τής Σίβυλλας. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”